- καστελώνω
- καστελλώνω και καοτελλῶ, -όω (Μ) [κάστελος]1. χτίζω καστέλι, οχυρώνω2. (και μέσ.) καστελλώνομαικάνω οχυρωματικά έργα, οχυρώνομαι3. φρ. «καστελλωμένα πλοῑα» — πλοία με πολεμικούς πύργους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.